ἀγαλματοποιός

a maker of statues, a sculptor, statuary

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀγαλματοποιός)
LSJ (ἀγαλματοποιός)
Short Defs (ἀγαλματοποιός)

Morphological Data

ἀγαλματοποιός NOUN