ψευδομαρτυρέω

to be a false witness, bear false witness

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ψευδομαρτυρέω)
LSJ (ψευδομαρτυρέω)
Short Defs (ψευδομαρτυρέω)
Middle Liddell (ψευδομαρτυρέω)

Morphological Data

ψευδομαρτυρέω VERB