χερνίπτομαι
to wash one's hands
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(χερνίπτομαι)
LSJ
(χερνίπτομαι)
Short Defs
(χερνίπτομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(χερνίπτομαι)
Middle Liddell
(χερνίπτομαι)
Morphological Data
χερνίπτομαι
VERB