χειραγωγός
one that leads by the hand, a leader, guide
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(χειραγωγός)
LSJ
(χειραγωγός)
Short Defs
(χειραγωγός)
Middle Liddell
(χειραγωγός)
Morphological Data
χειραγωγός
NOUN