χαριεντίζομαι
to be witty, to jest
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(χαριεντίζομαι)
LSJ
(χαριεντίζομαι)
Short Defs
(χαριεντίζομαι)
Middle Liddell
(χαριεντίζομαι)
Morphological Data
χαριεντίζομαι
VERB
χαριεντίζομαι
ADJ