φρυκτός
adj. roasted; subst. torch, beacon
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(φρυκτός)
LSJ
(φρυκτός)
Short Defs
(φρυκτός)
Lexicon Thucydideum
(φρυκτός)
Morphological Data
φρυκτός
ADJ
φρυκτός
NOUN