φορμορραφέομαι
to be stitched like a mat, to be hampered
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(φορμορραφέομαι)
LSJ
(φορμορραφέομαι)
Short Defs
(φορμορραφέομαι)
Morphological Data
φορμορραφέομαι
VERB