φιλανθρωπεύομαι
to act humanely
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(φιλανθρωπεύομαι)
LSJ
(φιλανθρωπεύομαι)
Short Defs
(φιλανθρωπεύομαι)
Morphological Data
φιλανθρωπεύομαι
VERB