φαίαξ

a Phaeacian
conduit, sewer (named after inventor, Φαίαξ)

Dictionaries

LSJ (φαίαξ)
Short Defs (Φαίαξ)
Short Defs (φαίαξ)
Cunliffe (Hompers) (Φαίαξ)

Morphological Data

φαίαξ ADJ
φαίαξ NOUN