τρωγλοδύτης
one who creeps into holes, cave dweller
Dictionaries
LSJ
(τρωγλοδύτης)
Short Defs
(τρωγλοδύτης)
Middle Liddell
(τρωγλοδύτης)
Morphological Data
τρωγλοδύτης
NOUN
τρωγλοδύτης
ADJ