τριχοτομέω
cut the hair
trisect
Dictionaries
LSJ
(τριχοτομέω1)
LSJ
(τριχοτομέω2)
Short Defs
(τριχοτομέω)
Short Defs
(τριχοτομέω2)
Morphological Data
τριχοτομέω
VERB