τριττυαρχέω
to be head of a τριττύς ΙΙΙ
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(τριττυαρχέω)
LSJ
(τριττυαρχέω)
Short Defs
(τριττυαρχέω)
Morphological Data
τριττυαρχέω
VERB