τριπλάσιος

thrice as many, thrice as much, thrice as great as

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τριπλάσιος)
LSJ (τριπλάσιος)
Short Defs (τριπλάσιος)
Middle Liddell (τριπλάσιος)

Morphological Data

τριπλάσιος ADJ
τριπλάσιος NOUN
τριπλάσιος NUM
τριπλάσιος VERB
τριπλάσιος ADV