τραγῳδοποιός

a maker of tragedies, a tragic poet, tragedian

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τραγῳδοποιός)
LSJ (τραγῳδοποιός)
Short Defs (τραγῳδοποιός)
Middle Liddell (τραγῳδοποιός)

Morphological Data

τραγῳδοποιός NOUN