τοπομαχέω
to wage war by holding strong positions
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(τοπομαχέω)
LSJ
(τοπομαχέω)
Short Defs
(τοπομαχέω)
Middle Liddell
(τοπομαχέω)
Morphological Data
τοπομαχέω
VERB