τομεύς

one that cuts, sector

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τομεύς)
LSJ (τομεύς)
Short Defs (τομεύς)
Middle Liddell (τομεύς)

Morphological Data

τομεύς NOUN
τομεύς ADV
τομεύς ADJ
τομεύς PRONOUN
τομεύς VERB