τητάομαι

to be in want, suffer want

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τητάομαι)
LSJ (τητάομαι)
Short Defs (τητάομαι)
Middle Liddell (τητάομαι)

Morphological Data

τητάομαι VERB
τητάομαι ADV
τητάομαι NOUN
τητάομαι ADJ