τηλικοῦτος

of such an age, of such a magnitude

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (τηλικοῦτος)
Short Defs (τηλικοῦτος)
Middle Liddell (τηλικοῦτος)

Morphological Data

τηλικοῦτος ADJ
τηλικοῦτος PRONOUN