τεχνάομαι
to make by art, to execute skilfully
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(τεχνάομαι)
LSJ
(τεχνάομαι)
Short Defs
(τεχνάομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(τεχνάομαι)
Lexicon Thucydideum
(τεχνάομαι)
Middle Liddell
(τεχνάομαι)
Morphological Data
τεχνάομαι
VERB