τελεσιουργός
completing a work, working out its end, effective
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(τελεσιουργός)
LSJ
(τελεσιουργός)
Short Defs
(τελεσιουργός)
Middle Liddell
(τελεσιουργός)
Morphological Data
τελεσιουργός
ADJ
τελεσιουργός
NOUN