τεκτοσύνη
the art of a joiner, carpentry
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(τεκτοσύνη)
LSJ
(τεκτοσύνη)
Short Defs
(τεκτοσύνη)
Cunliffe (Lex Entries)
(τεκτοσύνη)
Morphological Data
τεκτοσύνη
NOUN