τεκταίνομαι
to make, work, frame
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(τεκταίνομαι)
LSJ
(τεκταίνομαι)
Short Defs
(τεκταίνομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(τεκταίνομαι)
Morphological Data
τεκταίνομαι
VERB