τειχοποιός
builder of walls or forts; official in charge of wall building and repair
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(τειχοποιός)
LSJ
(τειχοποιός)
Short Defs
(τειχοποιός)
Middle Liddell
(τειχοποιός)
Morphological Data
τειχοποιός
ADJ