ταμιευτικός

of or for housekeeping, thrifty; of the quaestor

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ταμιευτικός)
LSJ (ταμιευτικός)
Short Defs (ταμιευτικός)

Morphological Data

ταμιευτικός ADJ
ταμιευτικός ADV