ταμεσίχρως
cutting the skin, wounding
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ταμεσίχρως)
LSJ
(ταμεσίχρως)
Short Defs
(ταμεσίχρως)
Cunliffe (Lex Entries)
(ταμεσίχρως)
Morphological Data
ταμεσίχρως
ADJ
ταμεσίχρως
NOUN