ταμία
a housekeeper, housewife
[controller, treasurer > ταμίας]
Dictionaries
LSJ
(ταμία1)
LSJ
(ταμία2)
Short Defs
(ταμία)
Short Defs
(ταμία2)
Cunliffe (Lex Entries)
(ταμία)
Morphological Data
ταμία
NOUN