τίνυμαι
to punish, chastise
Dictionaries
LSJ
(τίνυμαι)
Short Defs
(τίνυμαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(τίνυμαι)
Middle Liddell
(τίνυμαι)
Morphological Data
τίνυμαι
VERB