σύγκοιτος
a bedfellow, partner
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(σύγκοιτος)
LSJ
(σύγκοιτος)
Short Defs
(σύγκοιτος)
Middle Liddell
(σύγκοιτος)
Morphological Data
σύγκοιτος
NOUN