σύγκλητος
(adj.) called together, summoned (n. council, Roman senate)
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(σύγκλητος)
LSJ
(σύγκλητος)
Short Defs
(σύγκλητος)
Morphological Data
σύγκλητος
ADJ
σύγκλητος
NOUN