σωματοφυλάκιον
a place where a body is kept, a sepulchre
Dictionaries
LSJ
(σωματοφυλάκιον)
Short Defs
(σωματοφυλάκιον)
Middle Liddell
(σωματοφυλάκιον)
Morphological Data
σωματοφυλάκιον
NOUN