σωματοποιέω
to make into a body, to consolidate, organise
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(σωματοποιέω)
LSJ
(σωματοποιέω)
Short Defs
(σωματοποιέω)
Morphological Data
σωματοποιέω
VERB
σωματοποιέω
ADJ