σχολάζω
to have leisure
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(σχολάζω)
LSJ
(σχολάζω)
Short Defs
(σχολάζω)
Lexicon Thucydideum
(σχολάζω)
Middle Liddell
(σχολάζω)
Morphological Data
σχολάζω
VERB