σφραγιδονυχαργοκομήτης
a long-haired fop with rings and natty nails
Dictionaries
LSJ
(σφραγιδονυχαργοκομήτης)
Short Defs
(σφραγιδονυχαργοκομήτης)
Middle Liddell
(σφραγιδονυχαργοκομήτης)
Morphological Data
σφραγιδονυχαργοκομήτης
NOUN