σφοδρός
vehement, violent, excessive
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(σφοδρός)
LSJ
(σφοδρός)
Short Defs
(σφοδρός)
Lexicon Thucydideum
(σφοδρός)
Middle Liddell
(σφοδρός)
Morphological Data
σφοδρός
ADV
σφοδρός
ADJ
σφοδρός
NOUN
σφοδρός
VERB
σφοδρός
ART
σφοδρός
x-