σφαραγέομαι

to burst with a noise, to crackle, sputter

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (σφαραγέομαι)
LSJ (σφαραγέομαι)
Short Defs (σφαραγέομαι)
Cunliffe (Lex Entries) (σφαραγέομαι)

Morphological Data

σφαραγέομαι VERB