συστρατοπεδεύομαι

to encamp along with

Dictionaries

LSJ (συστρατοπεδεύομαι)
Short Defs (συστρατοπεδεύομαι)
Middle Liddell (συστρατοπεδεύομαι)

Morphological Data

συστρατοπεδεύομαι VERB