συνωνέομαι
to collect by offering money
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συνωνέομαι)
LSJ
(συνωνέομαι)
Short Defs
(συνωνέομαι)
Middle Liddell
(συνωνέομαι)
Morphological Data
συνωνέομαι
VERB