συντριηραρχέω
to be a συντριήραρχος
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συντριηραρχέω)
LSJ
(συντριηραρχέω)
Short Defs
(συντριηραρχέω)
Middle Liddell
(συντριηραρχέω)
Morphological Data
συντριηραρχέω
VERB