συντριήραρχος
a partner in the equipment of a trireme
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συντριήραρχος)
LSJ
(συντριήραρχος)
Short Defs
(συντριήραρχος)
Middle Liddell
(συντριήραρχος)
Morphological Data
συντριήραρχος
NOUN