συνομολογέω

to say the same thing with, to agree with

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνομολογέω)
LSJ (συνομολογέω)
Short Defs (συνομολογέω)
Lexicon Thucydideum (συνομολογέω)
Middle Liddell (συνομολογέω)

Morphological Data

συνομολογέω VERB