συνισχναίνω
to help to dry up
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συνισχναίνω)
LSJ
(συνισχναίνω)
Short Defs
(συνισχναίνω)
Middle Liddell
(συνισχναίνω)
Morphological Data
συνισχναίνω
VERB