συνεπιμελέομαι

to join in taking care of

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνεπιμελέομαι)
LSJ (συνεπιμελέομαι)
Short Defs (συνεπιμελέομαι)
Lexicon Thucydideum (συνεπιμελέομαι)

Morphological Data

συνεπιμελέομαι VERB