συνεπιβλάπτομαι

to be damaged together with

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνεπιβλάπτομαι)
LSJ (συνεπιβλάπτομαι)
Short Defs (συνεπιβλάπτομαι)
Middle Liddell (συνεπιβλάπτομαι)

Morphological Data

συνεπιβλάπτομαι VERB