συνεπαγωνίζομαι
to join in stirring up a contest besides
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συνεπαγωνίζομαι)
LSJ
(συνεπαγωνίζομαι)
Short Defs
(συνεπαγωνίζομαι)
Morphological Data
συνεπαγωνίζομαι
VERB