συνεκκλέπτω

to help to steal away

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνεκκλέπτω)
LSJ (συνεκκλέπτω)
Short Defs (συνεκκλέπτω)
Middle Liddell (συνεκκλέπτω)

Morphological Data

συνεκκλέπτω VERB