συνεισφέρω
to join in paying the war-tax
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συνεισφέρω)
LSJ
(συνεισφέρω)
Short Defs
(συνεισφέρω)
Middle Liddell
(συνεισφέρω)
Morphological Data
συνεισφέρω
VERB