συνδιεκπίπτω

to rush out through together

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (συνδιεκπίπτω)
LSJ (συνδιεκπίπτω)
Short Defs (συνδιεκπίπτω)
Middle Liddell (συνδιεκπίπτω)

Morphological Data

συνδιεκπίπτω VERB