συνδιαχειμάζω
to be in winter quarters along with
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συνδιαχειμάζω)
LSJ
(συνδιαχειμάζω)
Short Defs
(συνδιαχειμάζω)
Morphological Data
συνδιαχειμάζω
VERB