συνδιαταλαιπωρέω
to endure hardship with
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συνδιαταλαιπωρέω)
LSJ
(συνδιαταλαιπωρέω)
Short Defs
(συνδιαταλαιπωρέω)
Morphological Data
συνδιαταλαιπωρέω
VERB