συνδιαβιβάζω
to carry through
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(συνδιαβιβάζω)
LSJ
(συνδιαβιβάζω)
Short Defs
(συνδιαβιβάζω)
Middle Liddell
(συνδιαβιβάζω)
Morphological Data
συνδιαβιβάζω
VERB